κομπός

κομπός
Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα σχήματα, ανάλογα με τον ειδικό σκοπό για τον οποίο προορίζονται. Στη ναυτική πρακτική, στην οποία οι κ. χρησιμοποιούνται ευρύτατα, ο κ. πρέπει γενικά να κρατάει σφιχτά και γερά, αλλά και να μπορεί, όταν χρειαστεί, να λυθεί χωρίς δυσκολία. 1. Απλός, ανάσταλμα ή φεντόκομπος· 2. οχτάρι· 3. μαργαρίτα, σφενδόνη ή μπέζα· 4. ομαλός, σταυρός η σταυρόκομπος· 5. δαχτυλιδόκομπος ή γαϊδουρόκομπος· 6. μισό κολλάρο, δηκτή, τσακιστή ή μετζοβόλτα· 7. απλόστροφος, μετζοβόλτα με ψαλιδιά ή διπλή τσακιστή· 8. διπλόστροφος, δύο κουφές με ψαλιδιά ή τριπλή τσακιστή· 9. χελίδεσμος ή διπλό οχτάρι· 10. καντηλίτσα, κρεμάθρα ή θηλιά· 11. καντηλίτσα με βρόχο ή συρτοθηλιά· 12. σταυρωτή δύο θηλιών· 13. απλός για γάντζο ή μετζοβόλτα για γάντζο· 14. καρυδόκομπος· 15. στραγαλόστροφος ή βόλτα με ψαλιδιά· 16. δέση· 17. επιτονόδεσμος απλός, εξαρτόδεμα (στην προπαρασκευαστική φάση) ή μακροματισιά· 18. επιτονόδεσμος, μάτισμα ή γάσα.
* * *
κομπός, ὁ (Α)
κομπαστής («κομπὸς εἶ σπονδαῑς πεποιθώς, αἵ σε σῴζουσι θανεῑν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός», με καταβιβασμό τού τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κομπός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμπος — din masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — ο 1. σφαιροειδής όγκος που σχηματίζεται σε σκοινί ή σε νήμα με την κυκλική αναδίπλωση του ενός άκρου του και με τη σύσφιξή του: Κάμε ένα κόμπο στην άκρη του σκοινιού. 2. καθετί που μοιάζει με κόμπο: Οι κληματόβεργες είναι όλο κόμπους. 3. σημείο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρόδεσμος — Κόμπος, γνωστός και ως το οχτώ, γιατί έχει το σχήμα του αριθμού 8 και γίνεται στην άκρη σκοινιού. Ανάλογος είναι και ο κόμπος που ονομάζεται ανάσταλμα …   Dictionary of Greek

  • κόμπω — κόμπος din masc nom/voc/acc dual κόμπος din masc gen sg (doric aeolic) κομπόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κομπόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπούς — κομπός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπόν — κομπός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμποι — κόμπος din masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμποις — κόμπος din masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”